πλίγμα

πλίγμα
πλίγμα, ατος, τό, ([etym.] πλίσσομαι)
A crossing the legs in walking or wrestling, Hsch.: pl., = πηδήματα, Sch.Ar.Ach.217.
II = πλιχάς, Hp. ap.Sch.Od.6.318, EM395.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλίγμα — crossing the legs in walking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίγμα — ατος, τὸ, Α [πλίσσομαι] 1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα 2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς* 3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα 4. στον πληθ. τὰ… …   Dictionary of Greek

  • πλίγματα — πλίγμα crossing the legs in walking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλίγδην — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”