- πλίγμα
- πλίγμα, ατος, τό, ([etym.] πλίσσομαι)A crossing the legs in walking or wrestling, Hsch.: pl., = πηδήματα, Sch.Ar.Ach.217.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλίγμα — crossing the legs in walking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίγμα — ατος, τὸ, Α [πλίσσομαι] 1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα 2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς* 3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα 4. στον πληθ. τὰ… … Dictionary of Greek
πλίγματα — πλίγμα crossing the legs in walking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλίγδην — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ τού περιπλίσσομαι* (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek